εκτρυπώ

εκτρυπώ
ἐκτρυπῶ (-άω) (AM)
μσν.
διατρυπώ, ανοίγω τρύπα
αρχ.
βγαίνω έξω περνώντας μέσα από τρύπα, βγαίνω κρυφά χωρίς να γίνομαι αντιληπτός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”